Από τη Σι Χαν, επαρχία Χεμπέι
Γεννήθηκα σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Ήμουν συνετή από την παιδική κιόλας ηλικία ως προς το ότι ποτέ δεν μάλωνα με άλλα παιδιά και υπάκουα τους γονείς μου, κάτι που με έκανε ένα κλασικό «καλό κορίτσι» στα μάτια των ενηλίκων. Όλοι οι άλλοι γονείς ζήλευαν πολύ τους δικούς μου, λέγοντας ότι ήταν τυχεροί που είχαν τόσο καλή κόρη. Κι έτσι, μεγάλωσα ακούγοντας καθημερινά φιλοφρονήσεις από τους ανθρώπους γύρω μου. Στο Δημοτικό, η ακαδημαϊκή μου πορεία ήταν ιδιαιτέρως καλή και ήμουν πάντα πρώτη στις εξετάσεις. Μια φορά, πήρα άριστα σε έναν διαγωνισμό εκθέσεως που διοργάνωσε η πόλη μου, κερδίζοντας τιμητική διάκριση για το σχολείο μου. Ο διευθυντής όχι μόνο μου απένειμε βραβείο και πιστοποιητικό, αλλά και με συνεχάρη μπροστά σε ολόκληρο το σχολείο, καλώντας τους μαθητές να ακολουθήσουν το παράδειγμά μου. Ξαφνικά, έγινα η «διασημότητα» του σχολείου και οι συμμαθητές μου μάλιστα μου έδωσαν το παρατσούκλι «η πάντα νικηφόρος στρατηγός». Οι φιλοφρονήσεις των δασκάλων μου, η ζήλια των συμμαθητών μου και η λατρεία των γονιών μου μου έδωσαν μια αίσθηση υπεροχής μέσα μου και απολάμβανα πραγματικά το αίσθημα του να είμαι το αντικείμενο του θαυμασμού όλων. Κατά συνέπεια, πίστευα σθεναρά ότι η μεγαλύτερη χαρά στη ζωή ήταν ο θαυμασμός των άλλων και ότι το αίσθημα της ευτυχίας προερχόταν από τους επαίνους τους. Είπα κρυφά στον εαυτό μου: Ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολο και εξαντλητικό είναι, πρέπει να αποκτήσω φήμη και κοινωνική θέση, και να μη γίνω ποτέ το αντικείμενο περιφρόνησης των άλλων. Από εκεί και πέρα, γνωμικά όπως «Ένας άνθρωπος αφήνει το όνομά του οπουδήποτε μένει, όπως ακριβώς μια χήνα βγάζει την κραυγή της όπου πετάει» και «Οι άνθρωποι πρέπει πάντοτε να πασχίζουν να γίνουν καλύτεροι από τους συγχρόνους τους» έγιναν τα ρητά της ζωής μου.